ἱδρώιον

ἱδρώιον
ἱδρ-ώιον or [suff] ἱδρ-ῷον, τό,
A cloth for wiping perspiration, as a piece of harness, PLond. ined.2383 B (iii B.C.), PSI5.527 (iii B.C.), dub. in PTeb.116.34 (ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιδρώιον — ἱδρώιον ή ἱδρῶον, τὸ (Α) [ιδρώς] 1. ύφασμα για την απομάκρυνση τού ιδρώτα, ως εξάρτημα τής ιπποσκευής 2. μαντήλι …   Dictionary of Greek

  • ιδρώα — τα (Α ἵδρωα και ἱδρῶα) [ιδρώς] 1. εξανθήματα τού δέρματος που προέρχονται από ιδρώτα αρχ. ιδρώιον* …   Dictionary of Greek

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”